- μισολογίαν
- μῑσολογίᾱν , μισολογίαhatred of argumentfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… … Dictionary of Greek